περικόλπιος

περικόλπιος
-ον, Μ
(για βρέφος) αυτός που βρίσκεται στον κόλπο, στον κόρφο τής μητέρας του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κόλπος (πρβλ. εγκόλπιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”